- τσάτισμα
- το задирание; приставание; поддразнивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσάτισμα το — τσάτισμα, το ατος, και τσάντισμα, το ατος, τσατίλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάτισμα — και τσάντισμα, το, Ν [τσατίζω / τσαντίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσατίζω … Dictionary of Greek
τσάντισμα — το, Ν βλ. τσάτισμα … Dictionary of Greek
τσάντισμα — το, ατος βλ. τσάτισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)